ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… … Dictionary of Greek
λῃστικός — piratical masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικά — λῃστικός piratical neut nom/voc/acc pl λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc/acc dual λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικώτερον — λῃστικός piratical adverbial comp λῃστικός piratical masc acc comp sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληιστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικῶν — λῃστικός piratical fem gen pl λῃστικός piratical masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικοῖς — λῃστικός piratical masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικοῦ — λῃστικός piratical masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικήν — λῃστικός piratical fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λῃστικῶς — λῃστικός piratical adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)