λῃστικός

λῃστικός
λῃστ-ικός, ή, όν,
A piratical,

πλοῖον D.23.148

;

λῃστικῷ τρόπῳ PTeb.53.11

(ii B.C.).
2 ἡ -κή, = λῃστεία, Pl.Sph.222c.
3 τὸ -κόν, piracy, Th.1.4, 13; piratical vessels, Id.2.69.
4 Adv. -κῶς in the manner of pirates: [comp] Comp. -

κώτερον, πλοῖα λ. παρεσκευας μένα Id.1.10

, cf. 6.104. Cf. λῃστρικός.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ληστικός — λῃστικός, ή, όν (Α) [ληστής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους ληστές ή στους πειρατές, ο κατάλληλος για ληστεία ή πειρατεία, πειρατικός («λῃστικόν ποτε πλοῑον ἔχων ἐλῄζετο τοὺς συμμάχους», Δημοσθ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ λῃστική η ληστεία 3.… …   Dictionary of Greek

  • λῃστικός — piratical masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικά — λῃστικός piratical neut nom/voc/acc pl λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc/acc dual λῃστικά̱ , λῃστικός piratical fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικώτερον — λῃστικός piratical adverbial comp λῃστικός piratical masc acc comp sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ληιστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικῶν — λῃστικός piratical fem gen pl λῃστικός piratical masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικόν — λῃστικός piratical masc acc sg λῃστικός piratical neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικοῖς — λῃστικός piratical masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικοῦ — λῃστικός piratical masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικήν — λῃστικός piratical fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λῃστικῶς — λῃστικός piratical adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”